- ἐπίθολον
- ἐπίθολοςturbidmasc/fem acc sgἐπίθολοςturbidneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίθολος — ἐπίθολος, ον (Μ) θολός, θολωμένος («ἐπίθολον ὕδωρ», Ιωάνν. Λυδ.) … Dictionary of Greek